χειροκαλλιέργεια

χειροκαλλιέργεια
η
η καλλιέργεια που γίνεται με τα χέρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειροκαλλιέργεια — η, Ν γεωργική καλλιέργεια που γίνεται με τα χέρια τού αγρότη και όχι με μηχανικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + καλλιέργεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα. Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”